ἔρχατος

ἔρχατος
ἔρχατος
fence
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • όρχαμος — ὄρχαμος, ὁ (Α) πρώτος στη σειρά, αρχηγός («καὶ πεδοστιβὴς λεὼς σμῆνος ὡς ἐκλέλοιπεν μελισσᾱν σὺν ὀρχάμῳ στρατοῡ», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. σημ. και ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με τα: ἄρχω, ἀρχός «αρχηγός» και εμφανίζει κατάλ. μος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”